- αναθάρρηση
- ηξαναπόκτηση θάρρους: Η αναθάρρησή μας όμως δεν κράτησε πολύ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναθάρρηση — η (ΑΜ ἀναθάρρησις και θάρσησις) απόκτηση ή ανάκτηση θάρρους, εμψύχωση, ενθάρρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. μσν. τ. ἀναθάρσησις < ἀναθαρσῶ και ο τ. αναθάρρηση ( ις) < ἀναθαρρῶ] … Dictionary of Greek
ἀναθαρρήσῃ — ἀναθαρσέω regain courage aor subj mid 2nd sg (attic) ἀναθαρσέω regain courage aor subj act 3rd sg (attic) ἀναθαρσέω regain courage fut ind mid 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθάρρυνση — η αναθάρρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθαρρύνω. Η. λ μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
αναθάρσησις — ἀναθάρσησις ( έως), η (ΑΜ) [ἀναθαρσῶ] βλ. αναθάρρηση … Dictionary of Greek
αναθαρρώ — ( έω) (Α ἀναθαρρῶ και θαρσώ) ξαναπαίρνω θάρρος, εμψυχώνομαι αρχ. δίνω θάρρος, ενθαρρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θαρρῶ, θαρσῶ. ΠΑΡ. αναθάρρηση( ις) αρχ. μσν. ἀνα θάρσησις] … Dictionary of Greek
ξεθάρρεμα — το [ξεθαρρεύω] 1. το αποτέλεσμα τού ξεθαρρεύω, ανάκτηση θάρρους, αναθάρρηση 2. αποθράσυνση … Dictionary of Greek
χίδρον — και χῖδρον, τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ χῑδρα χοντροαλεσμένο ή χοντροκοπανισμένο σιτάρι, το πλιγούρι, καθώς και το φαγητό που παρασκευάζεται από αυτό («χῑδρα φαγὼν ἀναθαρρήσῃ καὶ στεμφύλῳ εἰς λόγον ἔλθη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη … Dictionary of Greek
αναπτέρωση — η αναθάρρηση, εμψύχωση: Η αναπτέρωση του ηθικού του πληθυσμού οφειλόταν και στις νίκες στο μέτωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)